ξαρτόδεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαρτόδεμα τα ξαρτοδέματα
      γενική του ξαρτοδέματος των ξαρτοδεμάτων
    αιτιατική το ξαρτόδεμα τα ξαρτοδέματα
     κλητική ξαρτόδεμα ξαρτοδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διάφοροι τύποι ξαρτοδεμάτων

Ετυμολογία

ξαρτόδεμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξαρτόδεμα ουδέτερο

Συνώνυμα

  • επιτονόδεσμος (λόγιο)
  • ξαρτόκομπος
  • σαρίκι

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Βλ. «επιτονόδεσμος», στο: Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1172· το λ. «ξαρτόδεμα» (σ. 2153) ανακατευθύνει στο πρώτο.
  • Βλ. «επιτονόδεσμος», στο: Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (ήτοι καθαρευούσης και δημώδους) τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1908), σ. 1367. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη «Ανέμη»· πρόσβαση: 2021-01-25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.