ξάρτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξάρτι | τα | ξάρτια |
| γενική | του | ξαρτιού | των | ξαρτιών |
| αιτιατική | το | ξάρτι | τα | ξάρτια |
| κλητική | ξάρτι | ξάρτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξάρτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξάρτι, ξάρτιον, ἐξάρτιον < ελληνιστική κοινή ἐξάρτιος < ἐξαρτῶ
Ουσιαστικό
ξάρτι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, συνήθως στον πληθυντικό) το σκοινί καταρτιού ή πανιού ενός ιστιοφόρου πλοίου
Μεταφράσεις
ξάρτι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.