ξαπλώστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξαπλώστρα οι ξαπλώστρες
      γενική της ξαπλώστρας
    αιτιατική την ξαπλώστρα τις ξαπλώστρες
     κλητική ξαπλώστρα ξαπλώστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξαπλώστρα < λείπει η ετυμολογία
Ξύλινη ξαπλώστρα σε παραλία.

Ουσιαστικό

ξαπλώστρα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.