ξάπλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξάπλα | οι | ξάπλες |
| γενική | της | ξάπλας | — | |
| αιτιατική | την | ξάπλα | τις | ξάπλες |
| κλητική | ξάπλα | ξάπλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξάπλα < ξαπλώνω
Ουσιαστικό
ξάπλα θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ξαπλωμένος και δεν κάνει τίποτα
- του αρέσει πολύ η ξάπλα
- η τεμπελιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.