ξαπλώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξαπλώνω

Ρήμα

ξαπλώνομαι , πρτ.: ξαπλωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ξαπλωθώ, αόρ.: ξαπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. πέφτω στο κρεβάτι
    μη μου ξαπλώνεσαι, έχουμε δουλειά να κάνουμε
  2. πέφτω στο έδαφος σε οριζόντια στάση
    δέχτηκε μια γροθιά στο κεφάλι και ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.