ξαγκιστρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξαγκιστρωμένος | η | ξαγκιστρωμένη | το | ξαγκιστρωμένο |
| γενική | του | ξαγκιστρωμένου | της | ξαγκιστρωμένης | του | ξαγκιστρωμένου |
| αιτιατική | τον | ξαγκιστρωμένο | την | ξαγκιστρωμένη | το | ξαγκιστρωμένο |
| κλητική | ξαγκιστρωμένε | ξαγκιστρωμένη | ξαγκιστρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξαγκιστρωμένοι | οι | ξαγκιστρωμένες | τα | ξαγκιστρωμένα |
| γενική | των | ξαγκιστρωμένων | των | ξαγκιστρωμένων | των | ξαγκιστρωμένων |
| αιτιατική | τους | ξαγκιστρωμένους | τις | ξαγκιστρωμένες | τα | ξαγκιστρωμένα |
| κλητική | ξαγκιστρωμένοι | ξαγκιστρωμένες | ξαγκιστρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξαγκιστρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαγκιστρώνω
Μετοχή
ξαγκιστρωμένος, -η, -ο
- που έχει ξαγκιστρωθεί, ελευθερωθεί,
- η ξαγκιστρωμένη άγκυρα
- που έχει απαγκιστρωθεί
- το ξαγκιστρωμένο' ψάρι
- → δείτε τη λέξη ξαγκιστρώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.