ξαγκιστρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαγκιστρωμένος η ξαγκιστρωμένη το ξαγκιστρωμένο
      γενική του ξαγκιστρωμένου της ξαγκιστρωμένης του ξαγκιστρωμένου
    αιτιατική τον ξαγκιστρωμένο την ξαγκιστρωμένη το ξαγκιστρωμένο
     κλητική ξαγκιστρωμένε ξαγκιστρωμένη ξαγκιστρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαγκιστρωμένοι οι ξαγκιστρωμένες τα ξαγκιστρωμένα
      γενική των ξαγκιστρωμένων των ξαγκιστρωμένων των ξαγκιστρωμένων
    αιτιατική τους ξαγκιστρωμένους τις ξαγκιστρωμένες τα ξαγκιστρωμένα
     κλητική ξαγκιστρωμένοι ξαγκιστρωμένες ξαγκιστρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξαγκιστρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαγκιστρώνω

Μετοχή

ξαγκιστρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ξαγκιστρωθεί, ελευθερωθεί,
    η ξαγκιστρωμένη άγκυρα
  2. που έχει απαγκιστρωθεί
    το ξαγκιστρωμένο' ψάρι
  3.  δείτε τη λέξη ξαγκιστρώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.