απαγκιστρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαγκιστρώνω < απο- + αγκίστρι + -ώνω

Ρήμα

απαγκιστρώνω (παθητική φωνή: απαγκιστρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) βγάζω από το αγκίστρι
     συνώνυμα: ξαγκιστρώνω
  2. (μεταφορικά) απελευθερώνω, χειραφετώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.