ξεφτίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφτίδι | τα | ξεφτίδια |
| γενική | του | ξεφτιδιού | των | ξεφτιδιών |
| αιτιατική | το | ξεφτίδι | τα | ξεφτίδια |
| κλητική | ξεφτίδι | ξεφτίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεφτίδι < ξεφτώ + -ίδι < αρχαία ελληνική ἐκπτύω < πτύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈfti.ði/
Μεταφράσεις
ξεφτίδι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.