whitewash
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
whitewash (en)
- (μη μετρήσιμο) ο ασβέστης, το ασβεστόνερο
- (μη μετρήσιμο, ενικός, κακόσημο) ο εξωραϊσμός, το κουκούλωμα
- ↪ They were so-called liberal measures which had as their sole objective a whitewash of the dictatorial regime.
- Ήταν μέτρα δήθεν φιλελεύθερα που είχαν ως μοναδικό στόχο τον εξωραϊσμό του δικτατορικού καθεστώτος.
- ↪ They were so-called liberal measures which had as their sole objective a whitewash of the dictatorial regime.
Ρήμα
| ενεστώτας | whitewash |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | whitewashes |
| αόριστος | whitewashed |
| παθητική μετοχή | whitewashed |
| ενεργητική μετοχή | whitewashing |
whitewash (en)
- ασβεστώνω, καλύπτω κάτι όπως έναν τοίχο με ασβέστη
- (κακόσημο) εξωραΐζω, αποκρύπτω, κουκουλώνω, προσπαθώ να κρύψω δυσάρεστα γεγονότα για κάποιον ή κάτι· προσπαθώ να κάνω κάτι να φαίνεται καλύτερο από ότι είναι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.