ξανανάβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξανανάβω < ξανά και ανάβω < ίσως από αρχαία ελληνική ἐξανάπτω (ανάβω και ανάβω ξανά αλλά αρχικά αναρτώ)

Ρήμα

ξανανάβω

  1. ανάβω ξανά φωτιά, αναζωπυρώνω (και παθητικό)
    Ξανάναψε το καντήλι, δεν πρέπει να μένει σβηστό
    Τα φώτα ξανάναψαν, φαίνεται τελείωσε η διακοπή της ΔΕΗ
  2. (μεταφορικά) ανάβει ξανά μια εσωτερική φλόγα
    Μόλις πήγα να καλμάρω είπε ότι εγώ έφταιγα για όλα και ξανάναψα
    Ενώ ηρεμήσαμε και φεύγαμε, ο Τάκης πέταξε πάλι μια κοτσάνα και ξανάναψαν τα αίματα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.