νύγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νύγμα | τα | νύγματα |
| γενική | του | νύγματος | των | νυγμάτων |
| αιτιατική | το | νύγμα | τα | νύγματα |
| κλητική | νύγμα | νύγματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νύγμα < αρχαία ελληνική νύσσω (σπρώχνω με μυτερό όργανο, κεντώ, τσιμπώ)
Ουσιαστικό
νύγμα ουδέτερο
- τσίμπημα, κεντιά
- νύγμα εντόμου
- το σύμβολο που τοποθετούμε στην αρχή ή στο τέλος του κειμένου μιας πρότασης, δήλωσης, λύσης κτλ. σημαδεύοντάς την ότι την επιλέγουμε (ο χαρακτήρας
με κωδικό Unicode: 2713)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.