νυγματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νυγματίζω < νύγμα (όπως στιγματίζω < στίγμα)

Ρήμα

νυγματίζω

  • τοποθετώ νύγμα (image) συνήθως πριν από την αρχή ή μετά το τέλος μιας λέξης, φράσης, πρότασης, απαίτησης κτλ. δηλώνοντας έτσι ότι την επιλέγω ή ότι την κρίνω αληθή ή ότι έχω (εξ)ελέγξει το περιεχόμενό της και συμφωνώ με αυτό

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.