νυγματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νυγματίζω < νύγμα (όπως στιγματίζω < στίγμα)
Ρήμα
νυγματίζω
- τοποθετώ νύγμα (
) συνήθως πριν από την αρχή ή μετά το τέλος μιας λέξης, φράσης, πρότασης, απαίτησης κτλ. δηλώνοντας έτσι ότι την επιλέγω ή ότι την κρίνω αληθή ή ότι έχω (εξ)ελέγξει το περιεχόμενό της και συμφωνώ με αυτό
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νυγματίζω | νυγμάτιζα | θα νυγματίζω | να νυγματίζω | νυγματίζοντας | |
| β' ενικ. | νυγματίζεις | νυγμάτιζες | θα νυγματίζεις | να νυγματίζεις | νυγμάτιζε | |
| γ' ενικ. | νυγματίζει | νυγμάτιζε | θα νυγματίζει | να νυγματίζει | ||
| α' πληθ. | νυγματίζουμε | νυγματίζαμε | θα νυγματίζουμε | να νυγματίζουμε | ||
| β' πληθ. | νυγματίζετε | νυγματίζατε | θα νυγματίζετε | να νυγματίζετε | νυγματίζετε | |
| γ' πληθ. | νυγματίζουν(ε) | νυγμάτιζαν νυγματίζαν(ε) |
θα νυγματίζουν(ε) | να νυγματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νυγμάτισα | θα νυγματίσω | να νυγματίσω | νυγματίσει | ||
| β' ενικ. | νυγμάτισες | θα νυγματίσεις | να νυγματίσεις | νυγμάτισε | ||
| γ' ενικ. | νυγμάτισε | θα νυγματίσει | να νυγματίσει | |||
| α' πληθ. | νυγματίσαμε | θα νυγματίσουμε | να νυγματίσουμε | |||
| β' πληθ. | νυγματίσατε | θα νυγματίσετε | να νυγματίσετε | νυγματίστε | ||
| γ' πληθ. | νυγμάτισαν νυγματίσαν(ε) |
θα νυγματίσουν(ε) | να νυγματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νυγματίσει | είχα νυγματίσει | θα έχω νυγματίσει | να έχω νυγματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νυγματίσει | είχες νυγματίσει | θα έχεις νυγματίσει | να έχεις νυγματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νυγματίσει | είχε νυγματίσει | θα έχει νυγματίσει | να έχει νυγματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νυγματίσει | είχαμε νυγματίσει | θα έχουμε νυγματίσει | να έχουμε νυγματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νυγματίσει | είχατε νυγματίσει | θα έχετε νυγματίσει | να έχετε νυγματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νυγματίσει | είχαν νυγματίσει | θα έχουν νυγματίσει | να έχουν νυγματίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νυγματίζομαι | νυγματιζόμουν(α) | θα νυγματίζομαι | να νυγματίζομαι | ||
| β' ενικ. | νυγματίζεσαι | νυγματιζόσουν(α) | θα νυγματίζεσαι | να νυγματίζεσαι | (νυγματίζου) | |
| γ' ενικ. | νυγματίζεται | νυγματιζόταν(ε) | θα νυγματίζεται | να νυγματίζεται | ||
| α' πληθ. | νυγματιζόμαστε | νυγματιζόμαστε νυγματιζόμασταν |
θα νυγματιζόμαστε | να νυγματιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | νυγματίζεστε | νυγματιζόσαστε νυγματιζόσασταν |
θα νυγματίζεστε | να νυγματίζεστε | (νυγματίζεστε) | |
| γ' πληθ. | νυγματίζονται | νυγματίζονταν νυγματιζόντουσαν |
θα νυγματίζονται | να νυγματίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νυγματίστηκα | θα νυγματιστώ | να νυγματιστώ | νυγματιστεί | ||
| β' ενικ. | νυγματίστηκες | θα νυγματιστείς | να νυγματιστείς | νυγματίσου | ||
| γ' ενικ. | νυγματίστηκε | θα νυγματιστεί | να νυγματιστεί | |||
| α' πληθ. | νυγματιστήκαμε | θα νυγματιστούμε | να νυγματιστούμε | |||
| β' πληθ. | νυγματιστήκατε | θα νυγματιστείτε | να νυγματιστείτε | νυγματιστείτε | ||
| γ' πληθ. | νυγματίστηκαν νυγματιστήκαν(ε) |
θα νυγματιστούν(ε) | να νυγματιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω νυγματιστεί | είχα νυγματιστεί | θα έχω νυγματιστεί | να έχω νυγματιστεί | νυγματισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις νυγματιστεί | είχες νυγματιστεί | θα έχεις νυγματιστεί | να έχεις νυγματιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει νυγματιστεί | είχε νυγματιστεί | θα έχει νυγματιστεί | να έχει νυγματιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε νυγματιστεί | είχαμε νυγματιστεί | θα έχουμε νυγματιστεί | να έχουμε νυγματιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε νυγματιστεί | είχατε νυγματιστεί | θα έχετε νυγματιστεί | να έχετε νυγματιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν νυγματιστεί | είχαν νυγματιστεί | θα έχουν νυγματιστεί | να έχουν νυγματιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.