νωματάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νωματάρχης | οι | νωματάρχες |
| γενική | του | νωματάρχη | των | νωματαρχών |
| αιτιατική | τον | νωματάρχη | τους | νωματάρχες |
| κλητική | νωματάρχη | νωματάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νωματάρχης < αρχαία ελληνική ἐνωμοτάρχης < ἐνωμοτία (< ἐνώμοτος < ὄμνυμι) + -άρχης (< ἄρχω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.maˈtaɾ.çis/
Μεταφράσεις
νωματάρχης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.