ντάπια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντάπια οι ντάπιες
      γενική της ντάπιας
    αιτιατική την ντάπια τις ντάπιες
     κλητική ντάπια ντάπιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντάπια < (άμεσο δάνειο) τουρκική tabya με ηχηροποίηση [t]>[d] από τη συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική την τάπια [tin tapia > tindapia][1] > tin dapia] < αραβική تعبئة (ta'bya)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈda.pça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντάπια

Ουσιαστικό

ντάπια θηλυκό

  • προμαχώνας
      Εγώ ήμουν άγυπνος τόσες βραδιές νύχτα και ημέρα δουλεύαμεν και φκιάναμεν κάτι χαντάκια κι ' έφκιανα και τη ντάπια μου. Αποκοιμήθηκα. Κάνουν γιρούσι και μπαίνουν εις τη ντάπια μου την όξω (ότι την είχα μερασμένη σε δυο και είχα μίαν καμάρα οπού διάβαινα) (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη 1829-1851)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.