τάπια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάπια οι τάπιες
      γενική της τάπιας
    αιτιατική την τάπια τις τάπιες
     κλητική τάπια τάπιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάπια < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική تعبئة (taˁbiya) (τουρκική tabya)[1] < αραβική تعبئة (taˁbīya)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈta.pça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τάπια

Ουσιαστικό

τάπια θηλυκό

  • (παρωχημένο) προμαχώνας
      Η Τριπολιτσά ήταν τριγυρισμένη με φρούριον, το οποίον είχε επτά πόρτας και κοντά εις κάθε πόρτα ήταν και μια τάπια με κανόνια. εν τω μεταξύ δε ήταν και άλλαις τάπιαις με πολεμότρυπαις για το λιανοτούφεκο
    (Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) (1858) Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Σακελλάριος, σελ. 80-81 books.google, μεταγραφή σε μονοτονικό)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τάπια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. tabya - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.