Ντάπια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ντάπια | οι | Ντάπιες |
| γενική | της | Ντάπιας | — | |
| αιτιατική | την | Ντάπια | τις | Ντάπιες |
| κλητική | Ντάπια | Ντάπιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ντάπια < ντάπια
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈda.pça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντά‐πια
Κύριο όνομα
Ντάπια θηλυκό
- η πρωτεύουσα και το παραδοσιακό λιμάνι των Σπετσών
- ※ Σήμερα, η Ντάπια είναι το σημείο όπου φτάνει το πλοίο. Από εδώ ένας παραλιακός δρόμος πηγαίνει ανατολικά στο Παλιό Λιμάνι και ένας άλλος δυτικά στις Σχολές.
- Ντάπια: Η ιστορική πλατεία του Αργοσαρωνικού, newsbeast.gr, 13 Σεπτεμβρίου 2020
- ※ Σήμερα, η Ντάπια είναι το σημείο όπου φτάνει το πλοίο. Από εδώ ένας παραλιακός δρόμος πηγαίνει ανατολικά στο Παλιό Λιμάνι και ένας άλλος δυτικά στις Σχολές.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.