παρανοώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρανοώ < αρχαία ελληνική παρανοέω / παρανοῶ < παρά + νοέω / νοῶ
Συνώνυμα
Συγγενικά
- παρανόηση
- παρεννοημένος
- → δείτε τις λέξεις παρά, νοώ και νους
Μεταφράσεις
παρανοώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.