νουκλεϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νουκλεϊκός | η | νουκλεϊκή | το | νουκλεϊκό |
| γενική | του | νουκλεϊκού | της | νουκλεϊκής | του | νουκλεϊκού |
| αιτιατική | τον | νουκλεϊκό | τη | νουκλεϊκή | το | νουκλεϊκό |
| κλητική | νουκλεϊκέ | νουκλεϊκή | νουκλεϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νουκλεϊκοί | οι | νουκλεϊκές | τα | νουκλεϊκά |
| γενική | των | νουκλεϊκών | των | νουκλεϊκών | των | νουκλεϊκών |
| αιτιατική | τους | νουκλεϊκούς | τις | νουκλεϊκές | τα | νουκλεϊκά |
| κλητική | νουκλεϊκοί | νουκλεϊκές | νουκλεϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νουκλεϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nucleic[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nucléique[1] < λατινική nucleus (πυρήνας), υποκοριστικό του nux (=καρύδι) < πρωτοϊταλική *knuks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *knew-
Επίθετο
νουκλεϊκός
- νουκλεϊνικός
Συγγενικά
- δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ / δεσοξυριβονουκλεϊνικό οξύ
- νουκλεΐδιο
- νουκλεΐνη
- νουκλεϊκό οξύ
Αναφορές
- νουκλεϊκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.