νουκλεΐνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νουκλεΐνη οι νουκλεΐνες
      γενική της νουκλεΐνης των νουκλεϊνών
    αιτιατική τη νουκλεΐνη τις νουκλεΐνες
     κλητική νουκλεΐνη νουκλεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νουκλεΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nuclein < γερμανική Nuclein < λατινική nucleus (πυρήνας) < υποκοριστικό του nux < πρωτοϊταλική *knuks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *knew-

Ουσιαστικό

νουκλεΐνη θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.