πυρήνα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυρήνα | οι | πυρήνες |
| γενική | της | πυρήνας | — | |
| αιτιατική | την | πυρήνα | τις | πυρήνες |
| κλητική | πυρήνα | πυρήνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- πυρήνα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πυρήν από την αιτιατική «τὸν πυρῆνα» με μεταπλασμό σε θηλυκό. [1] Συγκρίνετε με το πυρήνας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈɾi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρή‐να
Μεταφράσεις
πυρήνα
|
Ετυμολογία 2
- πυρήνα: κλιτικός τύπός
Αναφορές
- πυρήνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.