νομισματική πολιτική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  νομισματικός και πολιτική

Πολυλεκτικός όρος

νομισματική πολιτική θηλυκό

  1. τα κυβερνητικά μέτρα που λαμβάνονται με το χειρισμό της προσφοράς του χρήματος, της πίστεως, των επιτοκίων κ.λπ., προκειμένου να επηρεαστεί η οικονομική δραστηριότητα και να επιτευχθούν συγκεκριμένοι οικονομικοί στόχοι (π.χ. σταθεροποίηση των τιμών)
  2. είναι η κυβερνητική πολιτική αυξομείωσης των επιτοκίων που έχει σαν στόχο να καθορίσει την προσφορά χρήματος (άρα και των επενδύσεων), την υποτίμηση ή ανατίμηση του νομίσματος (άρα και των εξαγωγών ή εισαγωγών αγαθών, υπηρεσιών) και τέλος τη δυνατότητα εξωτερικού δανεισμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.