νομισματοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νομισματοθήκη | οι | νομισματοθήκες |
| γενική | της | νομισματοθήκης | των | νομισματοθηκών |
| αιτιατική | τη | νομισματοθήκη | τις | νομισματοθήκες |
| κλητική | νομισματοθήκη | νομισματοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νομισματοθήκη θηλυκό
- αντικείμενο κατάλληλο για την τοποθέτηση και φύλαξη νομισμάτων
- μουσείο που εκθέτει μια συλλογή νομισμάτων
Μεταφράσεις
νομισματοθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.