νομισματοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομισματοθήκη οι νομισματοθήκες
      γενική της νομισματοθήκης των νομισματοθηκών
    αιτιατική τη νομισματοθήκη τις νομισματοθήκες
     κλητική νομισματοθήκη νομισματοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομισματοθήκη < νόμισμα + θήκη ( < τίθημι)

Ουσιαστικό

νομισματοθήκη θηλυκό

  1. αντικείμενο κατάλληλο για την τοποθέτηση και φύλαξη νομισμάτων
  2. μουσείο που εκθέτει μια συλλογή νομισμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.