νομισματική κρίση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νομισματική κρίση < (μεταφραστικό δάνειο) crise monétaire
- → δείτε τη λέξη νομισματικός και κρίση
Πολυλεκτικός όρος
νομισματική κρίση θηλυκό
- η διατάραξη της ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη κυκλοφορίας νομισμάτων και τις δυνατότητες έκδοσής τους, με συνέπεια τη διατάραξη της εξωτερικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος
Μεταφράσεις
νομισματική κρίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.