νοικοκυροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νοικοκυροσύνη | οι | νοικοκυροσύνες |
| γενική | της | νοικοκυροσύνης | των | νοικοκυροσυνών |
| αιτιατική | τη | νοικοκυροσύνη | τις | νοικοκυροσύνες |
| κλητική | νοικοκυροσύνη | νοικοκυροσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νοικοκυροσύνη < νοικοκύρης + -οσύνη
Ουσιαστικό
νοικοκυροσύνη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η προθυμία στην ενασχόληση με το νοικοκυριό και τις δουλειές του σπιτιού και η άρτια εκτέλεσή τους
- (μεταφορικά) η σύνεση στη διαχείριση των ιδιωτικών ή δημοσίων οικονομικών ή άλλων υποθέσεων
- ※ Η Θράκη μάς δίνει παράδειγμα αυτάρκειας, σοφίας και νοικοκυροσύνης (www.kathimerini.gr, 11.02.2022
Πηγές
- νοικοκυροσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νοικοκυροσύνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νοικοκυροσύνη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.