νιοβιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νιοβιούχος η νιοβιούχα το νιοβιούχο
      γενική του νιοβιούχου της νιοβιούχας του νιοβιούχου
    αιτιατική τον νιοβιούχο τη νιοβιούχα το νιοβιούχο
     κλητική νιοβιούχε νιοβιούχα νιοβιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νιοβιούχοι οι νιοβιούχες τα νιοβιούχα
      γενική των νιοβιούχων των νιοβιούχων των νιοβιούχων
    αιτιατική τους νιοβιούχους τις νιοβιούχες τα νιοβιούχα
     κλητική νιοβιούχοι νιοβιούχες νιοβιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νιοβιούχος < νιόβιο + -ούχος

Επίθετο

νιοβιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο νιοβίου

Συνώνυμα

  • νιοβίδιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.