νιφόβολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νιφόβολος | τὸ | νιφόβολον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | νιφοβόλου | τοῦ | νιφοβόλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | νιφοβόλῳ | τῷ | νιφοβόλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νιφόβολον | τὸ | νιφόβολον | ||
| κλητική ὦ! | νιφόβολε | νιφόβολον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | νιφόβολοι | τὰ | νιφόβολᾰ | ||
| γενική | τῶν | νιφοβόλων | τῶν | νιφοβόλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | νιφοβόλοις | τοῖς | νιφοβόλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | νιφοβόλους | τὰ | νιφόβολᾰ | ||
| κλητική ὦ! | νιφόβολοι | νιφόβολᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νιφοβόλω | τὼ | νιφοβόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νιφοβόλοιν | τοῖν | νιφοβόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νιφόβολος, -ος, -ον
- (μετεωρολογία) χιονοσκέπαστος, χιονοσκεπής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 234 @scaife.perseus
- νιφόβολόν τʼ ὄρος ἱερόν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 1284 (1283-1284)
- ἰὼ ἰώ. | νιφόβολον Φρυγῶν νάπος Ἴδας τ᾽ ὄρεα,
- Ω, | των Φρυγών χιονόδαρτο φαράγγι εσύ, κι εσύ, βουνό της Ίδης,
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἰὼ ἰώ. | νιφόβολον Φρυγῶν νάπος Ἴδας τ᾽ ὄρεα,
- ≈ συνώνυμα: δύσνιφος, ἀγάννιφος, νιφοβλής, νιφόεις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 234 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) σκωπτικός χαρακτηρισμός των ποιητών των διθυράμβων για τον κομπασμό τους
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1385 (1382-1385)
- ὑπὸ σοῦ πτερωθεὶς βούλομαι μετάρσιος | ἀναπτόμενος ἐκ τῶν νεφελῶν καινὰς λαβεῖν | ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς.
- Θέλω να με φτερώσεις, να πετάξω | στους αιθέρες ψηλά, κι από τα νέφη | πρωτόφαντους διθύραμβους ν᾽ αρπάξω, χιονοδαρμένους κι αεροσαλεμένους.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὑπὸ σοῦ πτερωθεὶς βούλομαι μετάρσιος | ἀναπτόμενος ἐκ τῶν νεφελῶν καινὰς λαβεῖν | ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1385 (1382-1385)
Πηγές
- νιφόβολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νιφόβολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.