ἀγάννιφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγάννιφος | τὸ | ἀγάννιφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγαννίφου | τοῦ | ἀγαννίφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγαννίφῳ | τῷ | ἀγαννίφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγάννιφον | τὸ | ἀγάννιφον | ||
| κλητική ὦ! | ἀγάννιφε | ἀγάννιφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγάννιφοι | τὰ | ἀγάννιφᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀγαννίφων | τῶν | ἀγαννίφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγαννίφοις | τοῖς | ἀγαννίφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγαννίφους | τὰ | ἀγάννιφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀγάννιφοι | ἀγάννιφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγαννίφω | τὼ | ἀγαννίφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαννίφοιν | τοῖν | ἀγαννίφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀγάννιφος, -ος, -ον
- (συνήθως επιθετικός προσδιορισμός του Ολύμπου) χιονοσκεπής, χιονοσκέπαστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 420 (419-420)
- τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος Διὶ τερπικεραύνῳ | εἶμ᾽ αὐτὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀγάννιφον, αἴ κε πίθηται.
- κι εγώ τον λόγον σου να ειπώ του βροντοφόρου Δία, | στον χιονισμένον Όλυμπον θα υπάγω, αν θα μ᾽ ακούσει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος Διὶ τερπικεραύνῳ | εἶμ᾽ αὐτὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀγάννιφον, αἴ κε πίθηται.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 420 (419-420)
Πηγές
- ἀγάννιφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγάννιφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.