διθύραμβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διθύραμβος | οι | διθύραμβοι |
| γενική | του | διθυράμβου & διθύραμβου |
των | διθυράμβων |
| αιτιατική | τον | διθύραμβο | τους | διθυράμβους & διθύραμβους |
| κλητική | διθύραμβε | διθύραμβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβέβαιης ετυμολογίας. Η αντίστοιχη λέξη της αρχαίας ελληνικής ενδεχομένως να σχετίζεται με τη λέξη ίαμβος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈθi.ɾaɱ.vos/
Ουσιαστικό
διθύραμβος αρσενικό
- ο αρχαίος διθύραμβος προς τιμήν του Διονύσου
- (μεταφορικά) ο έπαινος για κάποιον που γίνεται με έντονα εγκωμιαστικό τρόπο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διθύραμβος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- διθύραμβος < άγνωστης ετυμολογίας Eνδεχομένως να σχετίζεται με τη λέξη ἴαμβος
Ουσιαστικό
διθύραμβος αρσενικό
Συγγενικά
- διθυραμβέω
- διθυραμβικός
- διθυράμβιος
- διθυραμβοδιδάσκαλος
- Διθυραμβογενής
- διθυραμβογράφος
- διθυραμβοποιητική
- διθυραμβοποιός
- διθυραμβοχώνα
- διθυραμβώδης
- θριαμβοδιθύραμβος
Πηγές
- διθύραμβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διθύραμβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.