νιφόεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νιφόεις | ἡ | νιφόεσσᾰ | τὸ | νιφόεν |
| γενική | τοῦ | νιφόεντος | τῆς | νιφοέσσης | τοῦ | νιφόεντος |
| δοτική | τῷ | νιφόεντῐ | τῇ | νιφοέσσῃ | τῷ | νιφόεντῐ |
| αιτιατική | τὸν | νιφόεντᾰ | τὴν | νιφόεσσᾰν | τὸ | νιφόεν |
| κλητική ὦ! | νιφόεν | νιφόεσσᾰ | νιφόεν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νιφόεντες | αἱ | νιφόεσσαι | τὰ | νιφόεντᾰ |
| γενική | τῶν | νιφοέντων | τῶν | νιφοεσσῶν | τῶν | νιφοέντων |
| δοτική | τοῖς | νιφόεσῐ(ν) | ταῖς | νιφοέσσαις | τοῖς | νιφοέσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | νιφόεντᾰς | τὰς | νιφοέσσᾱς | τὰ | νιφόεντᾰ |
| κλητική ὦ! | νιφόεντες | νιφόεσσαι | νιφόεντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νιφόεντε | τὼ | νιφοέσσᾱ | τὼ | νιφόεντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | νιφοέντοιν | τοῖν | νιφοέσσαιν | τοῖν | νιφοέντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νιφόεις < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
νιφόεις, -εσσα, -εν
- (μετεωρολογία) χιονοσκεπής, χιονοσκέπαστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 338 (336-339)
- «ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος, | ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα | ἤχθεθ᾽, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα | νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
- «Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης, | βαριές μου πέφτουν εμένα οι προβιές, βαριά και τα κατάλευκα σεντόνια, | αφότου ξενιτεύτηκα μ᾽ ένα μακρόκουπο καράβι, αφήνοντας | την Κρήτη με τα χιονισμένα της βουνά.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος, | ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα | ἤχθεθ᾽, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα | νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 62
- τυτθὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς νιφόεντος Ὀλύμπου·
- λίγο πιο κάτω απ᾽ την ακρότατη κορφή του χιονισμένου Ολύμπου.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τυτθὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς νιφόεντος Ὀλύμπου·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 1. Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι, 20 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (1.19-1.20)
- κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει, | νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·
- ενώ η ουρανοστήριχτη κολώνα, | η Αίτνα η χιονόδαρτη, τον συγκρατά, που θρέφει ολοχρονίς κρουσταλλά χιόνια.
- Μετάφραση (1953): Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί, | της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό, που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ενώ η ουρανοστήριχτη κολώνα, | η Αίτνα η χιονόδαρτη, τον συγκρατά, που θρέφει ολοχρονίς κρουσταλλά χιόνια.
- κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει, | νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·
- ≈ συνώνυμα: δύσνιφος, ἀγάννιφος, νιφοβλής, νιφόβολος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 338 (336-339)
- (μεταφορικά) λευκός σαν χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νίφω και νίφα
Πηγές
- νιφόεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νιφόεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.