νησίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νησίδιο τα νησίδια
      γενική του νησίδιου των νησίδιων
    αιτιατική το νησίδιο τα νησίδια
     κλητική νησίδιο νησίδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νησίδιο < αρχαία ελληνική νησίδιον, υποκοριστικό του νῆσος

Ουσιαστικό

νησίδιο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του νησίδα
  2. (ανατομία) σύνολο από κύτταρα ή σωμάτιο που επιτελεί κάποια ειδική λειτουργία σ’ έναν οργανισμό
    Τα νησίδια του Langerham

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη νησί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.