νηολογημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηολογημένος η νηολογημένη το νηολογημένο
      γενική του νηολογημένου της νηολογημένης του νηολογημένου
    αιτιατική τον νηολογημένο τη νηολογημένη το νηολογημένο
     κλητική νηολογημένε νηολογημένη νηολογημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηολογημένοι οι νηολογημένες τα νηολογημένα
      γενική των νηολογημένων των νηολογημένων των νηολογημένων
    αιτιατική τους νηολογημένους τις νηολογημένες τα νηολογημένα
     κλητική νηολογημένοι νηολογημένες νηολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νηολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος νηολογώ

Μετοχή

νηολογημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.