νηματουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νηματουργός οι νηματουργοί
      γενική του/της νηματουργού των νηματουργών
    αιτιατική τον/τη νηματουργό τους/τις νηματουργούς
     κλητική νηματουργέ νηματουργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νηματουργός < μεσαιωνική ελληνική νηματουργός[1] < αρχαία ελληνική νῆμα + ἔργον

Ουσιαστικό

νηματουργός αρσενικό ή θηλυκό

  1. τεχνίτης κατασκευής νημάτων
  2. ιδιοκτήτης νηματουργείου ή διευθυντής του

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. νηματουργός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.