νηματοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νηματοειδής | η | νηματοειδής | το | νηματοειδές |
| γενική | του | νηματοειδούς* | της | νηματοειδούς | του | νηματοειδούς |
| αιτιατική | τον | νηματοειδή | τη | νηματοειδή | το | νηματοειδές |
| κλητική | νηματοειδή(ς) | νηματοειδής | νηματοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νηματοειδείς | οι | νηματοειδείς | τα | νηματοειδή |
| γενική | των | νηματοειδών | των | νηματοειδών | των | νηματοειδών |
| αιτιατική | τους | νηματοειδείς | τις | νηματοειδείς | τα | νηματοειδή |
| κλητική | νηματοειδείς | νηματοειδείς | νηματοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νηματοειδής < νήμα + -ειδής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική filiforme[1])
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νήμα
Μεταφράσεις
- νηματοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.