νεικεστήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νεικεστήρ | οἱ | νεικεστῆρες |
| γενική | τοῦ | νεικεστῆρος | τῶν | νεικεστήρων |
| δοτική | τῷ | νεικεστῆρῐ | τοῖς | νεικεστῆρσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | νεικεστῆρᾰ | τοὺς | νεικεστῆρᾰς |
| κλητική ὦ! | νεικεστήρ | νεικεστῆρες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεικεστῆρε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νεικεστήροιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεικεστήρ < νεικέω
Ουσιαστικό
νεικεστήρ, -ῆρος αρσενικό
- (σπάνιο) που κατηγορεί κάποιον, κατήγορος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 716 (715-716)
- μηδὲ πολύξεινον μηδ᾽ ἄξεινον καλέεσθαι, | μηδὲ κακῶν ἕταρον μηδ᾽ ἐσθλῶν νεικεστῆρα.
- Μήτε να λέγεσαι άνθρωπος που φιλοξενεί πολλούς, μήτ᾽ αφιλόξενος, | μήτε και φίλος των κακών, μήτε και των καλών κατήγορος,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- μηδὲ πολύξεινον μηδ᾽ ἄξεινον καλέεσθαι, | μηδὲ κακῶν ἕταρον μηδ᾽ ἐσθλῶν νεικεστῆρα.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 716 (715-716)
- (σπάνιο) φιλόνικος, καυγατζής
Πηγές
- νεικεστήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεικεστήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.