νεικέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- νεικέω < νεῖκ(ος) + -έω
Ρήμα
νεικέω
- φιλονικώ, ερίζω, καυγαδίζω, λογομαχώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 579 (577-579)
- μητρὶ δ᾽ ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, | πατρὶ φίλῳ ἐπὶ ἦρα φέρειν Διί, ὄφρα μὴ αὖτε | νεικείῃσι πατήρ, σὺν δ᾽ ἡμῖν δαῖτα ταράξῃ.
- και της μητρός μου θα ᾽λεγα, που το εννοεί και μόνη, | εις τον γλυκόν πατέρα μου να είναι καλή, μη πάλιν | θυμώσει και την τράπεζαν μας βάλει επάνω-κάτω·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- μητρὶ δ᾽ ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, | πατρὶ φίλῳ ἐπὶ ἦρα φέρειν Διί, ὄφρα μὴ αὖτε | νεικείῃσι πατήρ, σὺν δ᾽ ἡμῖν δαῖτα ταράξῃ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 579 (577-579)
- (μεταβατικό) επιπλήττω, κακολογώ, κατηγορώ, λοιδορώ, βρίζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 86 (85-86)
- πολλάκι δή μοι τοῦτον Ἀχαιοὶ μῦθον ἔειπον, | καί τέ με νεικείεσκον· ἐγὼ δ᾽ οὐκ αἴτιός εἰμι,
- Πολλές φορές οι Αχαιοί μ᾽ ονείδισαν για τούτο, | αλλ᾽ αίτιος δεν είμ᾽ εγώ·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- πολλάκι δή μοι τοῦτον Ἀχαιοὶ μῦθον ἔειπον, | καί τέ με νεικείεσκον· ἐγὼ δ᾽ οὐκ αἴτιός εἰμι,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 38
- Τὸν δ᾽ Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν·
- και ο Έκτωρ τον ονείδισε πικρώς άμα τον είδε:
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τὸν δ᾽ Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 215 (215-216)
- τοὺς δὲ ἰδὼν νείκεσσεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν | ἔκπαγλον καὶ ἀεικές· ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος·
- Μόλις τους είδε, πήρε να τους βρίζει, ξεστομίζοντας λόγια βαριά, | ξεδιάντροπα, που την καρδιά του Οδυσσέα συντάραξαν:
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τοὺς δὲ ἰδὼν νείκεσσεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν | ἔκπαγλον καὶ ἀεικές· ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 86 (85-86)
- ιωνικός & επικός τύπος : νεικείω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Ρηματικοί τύποι:
- επικός τύπος : παρατατικός νείκειον
- ιωνικός τύπος : παρατατικός νεικείεσκον
- επικός τύπος : αόριστος νείκεσα, νείκεσσα
- επικός τύπος : μέλλοντας νεικέσσω
- ιωνικός & επικός τύπος : γ' ενικού υποτακτική νεικείῃσι
- ιωνικός τύπος : γ' πληθυντικού ενεστώτας νεικεῦσι
Πηγές
- νεικέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεικέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.