νεφελομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεφελομετρία | οι | νεφελομετρίες |
| γενική | της | νεφελομετρίας | των | νεφελομετριών |
| αιτιατική | τη | νεφελομετρία | τις | νεφελομετρίες |
| κλητική | νεφελομετρία | νεφελομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεφελομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική néphélométrie ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nephelometry < αρχαία ελληνική νεφέλη + μέτρον
Ουσιαστικό
νεφελομετρία θηλυκό
- (βιοχημεία) μέθοδος μέτρησης της συγκέντρωσης αιωρούμενων στοιχείων ενός διαλύματος ή εναιωρήματος βάσει της σκέδασης της προσπίπτουσας ακτινοβολίας
- (φυσική, τεχνολογία) μέθοδος προσδιορισμού και μέτρησης της θολότητας σε κάποιο υγρό
-
Nephelometry στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
νεφελομετρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.