νεφελομετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφελομετρία οι νεφελομετρίες
      γενική της νεφελομετρίας των νεφελομετριών
    αιτιατική τη νεφελομετρία τις νεφελομετρίες
     κλητική νεφελομετρία νεφελομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεφελομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική néphélométrie ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nephelometry < αρχαία ελληνική νεφέλη + μέτρον

Ουσιαστικό

νεφελομετρία θηλυκό

  1. (βιοχημεία) μέθοδος μέτρησης της συγκέντρωσης αιωρούμενων στοιχείων ενός διαλύματος ή εναιωρήματος βάσει της σκέδασης της προσπίπτουσας ακτινοβολίας
  2. (φυσική, τεχνολογία) μέθοδος προσδιορισμού και μέτρησης της θολότητας σε κάποιο υγρό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.