σκέδαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκέδαση οι σκεδάσεις
      γενική της σκέδασης* των σκεδάσεων
    αιτιατική τη σκέδαση τις σκεδάσεις
     κλητική σκέδαση σκεδάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκεδάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκέδαση < αρχαία ελληνική σκέδασις < σκεδάννυμι

Ουσιαστικό

σκέδαση θηλυκό

  1. (λόγιο) διασκορπισμός, σκόρπισμα
  2. (φυσική) ο διασκορπισμός των ακτίνων του φωτός μετά από την πρόσπτωσή τους σε μικροσκοπικά σωματίδια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.