νευροπλοήγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροπλοήγηση οι νευροπλοηγήσεις
      γενική της νευροπλοήγησης των νευροπλοηγήσεων
    αιτιατική τη νευροπλοήγηση τις νευροπλοηγήσεις
     κλητική νευροπλοήγηση νευροπλοηγήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νευροπλοήγηση (νεολογισμός) < νευρο- + πλοήγηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική neuronavigation < neuro- + navigation

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.vɾo.ploˈʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευροπλοήγηση

Ουσιαστικό

νευροπλοήγηση αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις νεύρο, πλοήγηση και πλοηγός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.