τενοντίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τενοντίτιδα | οι | τενοντίτιδες |
| γενική | της | τενοντίτιδας | των | τενοντιτίδων |
| αιτιατική | την | τενοντίτιδα | τις | τενοντίτιδες |
| κλητική | τενοντίτιδα | τενοντίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τενοντίτιδα < τένοντας + -ίτιδα
Ουσιαστικό
τενοντίτιδα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.