νευροπαθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νευροπαθητικός | η | νευροπαθητική | το | νευροπαθητικό |
| γενική | του | νευροπαθητικού | της | νευροπαθητικής | του | νευροπαθητικού |
| αιτιατική | τον | νευροπαθητικό | τη | νευροπαθητική | το | νευροπαθητικό |
| κλητική | νευροπαθητικέ | νευροπαθητική | νευροπαθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νευροπαθητικοί | οι | νευροπαθητικές | τα | νευροπαθητικά |
| γενική | των | νευροπαθητικών | των | νευροπαθητικών | των | νευροπαθητικών |
| αιτιατική | τους | νευροπαθητικούς | τις | νευροπαθητικές | τα | νευροπαθητικά |
| κλητική | νευροπαθητικοί | νευροπαθητικές | νευροπαθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νευροπαθητικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που αφορά πόνο που προκαλείται από δυσλειτουργία ή βλάβη του κεντρικού ή περιφερικού νευρικού συστήματος
- (ιατρική) που έχει σχέση με νευροπάθεια ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νευροπάθεια, νεύρο και πάσχω
Πηγές
- νευροπαθητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νευροπαθητικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.