μύκης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μύκης οἱ μύκητες
      γενική τοῦ μύκητος τῶν μυκήτων
      δοτική τῷ μύκητ τοῖς μύκησ(ν)
    αιτιατική τὸν μύκητ τοὺς μύκητᾰς
     κλητική ! μύκης μύκητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύκητε
γεν-δοτ τοῖν  μυκήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μύκης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mew-k- ή προελληνική

Ουσιαστικό

μῠ́κης αρσενικό

  1. μανιτάρι
  2. (συνεκδοχικά) αντικείμενο παρόμοιου με το μανιτάρι σχήματος
  3. κάλυμμα σε θήκη ξίφους

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.