μύκης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μύκης | οἱ | μύκητες |
| γενική | τοῦ | μύκητος | τῶν | μυκήτων |
| δοτική | τῷ | μύκητῐ | τοῖς | μύκησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | μύκητᾰ | τοὺς | μύκητᾰς |
| κλητική ὦ! | μύκης | μύκητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μύκητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυκήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μύκης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mew-k- ή προελληνική
Ουσιαστικό
μῠ́κης αρσενικό
- μανιτάρι
- (συνεκδοχικά) αντικείμενο παρόμοιου με το μανιτάρι σχήματος
- κάλυμμα σε θήκη ξίφους
Πηγές
- μύκης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μύκης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.