θάψιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θάψιμο τα θαψίματα
      γενική του θαψίματος των θαψιμάτων
    αιτιατική το θάψιμο τα θαψίματα
     κλητική θάψιμο θαψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θάψιμο < θάβω (αοριστικό θέμα θαψ-) + -ιμο

Ουσιαστικό

θάψιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του θάβω, η ταφή
  2. (μεταφορικά) η κακολογία, η επικριτική συζήτηση για έναν άνθρωπο ενώ αυτός απουσιάζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.