νανοκορμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανοκορμία οι νανοκορμίες
      γενική της νανοκορμίας των νανοκορμιών
    αιτιατική τη νανοκορμία τις νανοκορμίες
     κλητική νανοκορμία νανοκορμίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νανοκορμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nanocormie < αρχαία ελληνική νᾶνος + κορμός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /na.no.koɾˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νανοκορμία

Ουσιαστικό

νανοκορμία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.