νήσσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νήσσα οι νήσσες
      γενική της νήσσας των νησσών
    αιτιατική τη νήσσα τις νήσσες
     κλητική νήσσα νήσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νήσσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νῆσσα[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énh₂ts- (πάπια)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈni.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νήσσα

Ουσιαστικό

νήσσα θηλυκό

  1. (λόγιο) η πάπια, μόνο στη σκωπτική έκφραση άγνωστης προέλευσης:
    ποιώ την νήσσαν ή ποιούμαι την νήσσαν: κάνω την πάπια
  2. (ταξινομία) δείτε το γένος Νήσσα (πάπια)

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • κλίση καθαρεύουσας:  δείτε τη λέξη νῆσσα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.