νῆσσα

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ουσιαστικό

  • (πτηνό) επικός & ιωνικός τύπος του νῆττα: η πάπια
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 77.5
    ὀρνίθων δὲ τούς τε ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας καὶ τὰ μικρὰ τῶν ὀρνίθων ὠμὰ σιτέονται προταριχεύσαντες
    από τα πουλιά δε, τα ορτύκια και τις πάπιες και τα μικρά των πουλιών, ωμά τα τρώνε, αφού τα προταριχεύσουν
    (ΣτΜ: προταριχεύσουν = συντηρήσουν με αλάτι, όπως αναφέρεται λίγο πιο πριν στο κείμενο «ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους»)

Παράγωγα

με νησσ- (ή και με νηττ-)

  • νησσαῖος
  • νησσάριον / νηττάριον
  • νησσίον / νηττίον
  • νησσοειδής
  • νησσοτροφεῖον
  • νησσοφόνος / νηττοφόνος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.