εξωνάρθηκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξωνάρθηκας οι εξωνάρθηκες
      γενική του εξωνάρθηκα των εξωναρθήκων
    αιτιατική τον εξωνάρθηκα τους εξωνάρθηκες
     κλητική εξωνάρθηκα εξωνάρθηκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξωνάρθηκας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐξωνάρθηξ[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε εξω- + νάρθηκας

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksoˈnaɾ.θi.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξωνάρθηκας

Ουσιαστικό

εξωνάρθηκας αρσενικό

  • (αρχιτεκτονική) χώρος με στέγαστρο στη δυτική πλευρά χριστιανικών ναών πριν τον εσωνάρθηκα
      ἐξωνάρθηκας τοῦ καθολικοῦ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ κατεδαφίστηκε ἀπὸ τοὺς μοναχούς, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἀποτελοῦσε κτίσμα τῆς Τουρκοκρατίας.
    Λασκαρίνα Φιλιππίδου-Μπούρα, Ο εξωνάρθηκας του καθολικού του Οσίου Λουκά Φωκίδος (πίν. 3-14), Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 6 (1970-1972), περίοδος Δ΄, σελ. 13-28
      Ο Έλγιν επισκέφθηκε το μοναστήρι στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Τότε άρπαξε τρεις από τους τέσσερις ιωνικούς κίονες, οι οποίοι στήριζαν τα τοξωτά ανοίγματα της πρόσοψης του εξωνάρθηκα του Καθολικού της Μονής.
    Γιώτα Συκκά, Αποκατάσταση ενός παγκόσμιου μνημείου, Η Καθημερινή, 8 Αυγούστου 2015

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.