μυώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μυώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυῶ, συνηρημένος τύπος του μυέω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυώ

Ρήμα

μυώ, αόρ.: μύησα, παθ.φωνή: μυούμαι, π.αόρ.: μυήθηκα, μτχ.π.π.: μυημένος

  1. εισάγω κάποιον σε μια νέα θρησκεία, δοξασία ή αίρεση, αποκαλύπτοντας σταδιακά το τελετουργικό και το βαθύτερο νόημά της
     συνώνυμα: κατηχώ, μυσταγωγώ, προσηλυτίζω
  2. αποκαλύπτω σε κάποιον τις αρχές και τους σκοπούς μιας μυστικής οργάνωσης, για να τον κάνω μέλος της
    ήταν από τους πρώτους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία
  3. (μεταφορικά) διδάσκω σε κάποιον τα μυστικά ενός επαγγέλματος, μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ.
    το σεμινάριο αυτό θα μας μυήσει στα μυστικά της νέας επαναστατικής τεχνικής...
     συνώνυμα: εκπαιδεύω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.