μυσταγωγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυσταγωγικός η μυσταγωγική το μυσταγωγικό
      γενική του μυσταγωγικού της μυσταγωγικής του μυσταγωγικού
    αιτιατική τον μυσταγωγικό τη μυσταγωγική το μυσταγωγικό
     κλητική μυσταγωγικέ μυσταγωγική μυσταγωγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυσταγωγικοί οι μυσταγωγικές τα μυσταγωγικά
      γενική των μυσταγωγικών των μυσταγωγικών των μυσταγωγικών
    αιτιατική τους μυσταγωγικούς τις μυσταγωγικές τα μυσταγωγικά
     κλητική μυσταγωγικοί μυσταγωγικές μυσταγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυσταγωγικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μυσταγωγικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.