μυστηριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυστηριακός η μυστηριακή το μυστηριακό
      γενική του μυστηριακού της μυστηριακής του μυστηριακού
    αιτιατική τον μυστηριακό τη μυστηριακή το μυστηριακό
     κλητική μυστηριακέ μυστηριακή μυστηριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυστηριακοί οι μυστηριακές τα μυστηριακά
      γενική των μυστηριακών των μυστηριακών των μυστηριακών
    αιτιατική τους μυστηριακούς τις μυστηριακές τα μυστηριακά
     κλητική μυστηριακοί μυστηριακές μυστηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυστηριακός < αρχαία ελληνική μυστηριακός

Επίθετο

μυστηριακός

  1. σχετικός με ένα θρησκευτικό μυστήριο
  2. που αποπνέει την αίσθηση του μυστηρίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.