μυογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυογράφος οι μυογράφοι
      γενική του μυογράφου των μυογράφων
    αιτιατική τον μυογράφο τους μυογράφους
     κλητική μυογράφε μυογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυογράφος < μυς + γράφω

Ουσιαστικό

μυογράφος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.